- προβοσκος
- προβοσκόςπρο-βοσκόςили πρόβοσκος, v. l. προβόσκων ὅ помощник пастуха, подпасок Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προβοσκός — ό, Α αυτός που βόσκει αντί άλλου το ποίμνιο, βοηθός βοσκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βοσκός (< βόσκω)] … Dictionary of Greek
προβοσκῶν — προβοσκός assistant herdsman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek